Η εισαγωγή της επιχειρηματικότητας καθώς και η καλλιέργεια της νοοτροπίας του «επιχειρείν» στην εκπαίδευση, αν και έχουν σημειώσει σημαντική αναπτυξιακή πορεία, παρά ταύτα, παραμένουν τομείς υπό μελέτη και εξέταση, ιδιαίτερα για την Ευρώπη. Ο Allan Grant ένας εκ των υποστηρικτών της κατάρτισης και εξειδίκευσης στην επιχειρηματικότητα στο κολλέγιο του Babson στις ΗΠΑ, προσδιόρισε την έννοια της επιχειρηματικότητας ως την πιο σημαντική ακαδημαϊκή κλίση για την εκπαίδευση στον τομέα των επιχειρήσεων τον 21ο αιώνα.

Είναι παραδεκτή αλήθεια πως η επιχειρηματική δεινότητα μπορεί να διδαχθεί, μέχρι όμως ένα συγκεκριμένο σημείο, ενώ βασική προϋπόθεση αποτελεί η πρόβλεψη των συγκλίσεων και των μοντέλων εκπαίδευσης τα οποία συνιστούν χρήσιμα εργαλεία ,κυρίως για κράτη όπως η Ελλάδα, στα οποία ο κλάδος αυτός έχει μείνει εν μέρει στάσιμος.

Αυτό που χρήζει ιδιαίτερης μελέτης είναι ο προσδιορισμός των κατάλληλων κριτηρίων αξιολόγησης των ποικίλων προγραμμάτων επιχειρηματικότητας. Προς την κατεύθυνση αυτή, ένα σύνηθες ερώτημα που διεγείρεται είναι ποιος εν τέλει αποτελεί την πιο εύστοχη επιλογή για τη διδασκαλία της επιχειρηματικότητας: οι καθηγητές, οι επιχειρηματίες ή ένα μείγμα καθηγητών και επιχειρηματιών; Παράλληλα, πλανάται η απορία πώς μπορεί η επιχειρηματικότητα να αποτελέσει εκπαιδευτικό και ερευνητικό αντικείμενο και στην πανεπιστημιακή κοινότητα και πώς μπορεί η προσπάθεια αυτή να γίνει αποδοτική και εφαρμόσιμη στην αγορά.

Η αλληλεξάρτηση μεταξύ εκπαίδευσης και επιχειρηματικότητας είχε απασχολήσει διεθνώς πολλούς μελετητές. Βάσει μελετών , τα περισσότερα πανεπιστημιακά ιδρύματα, στην διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών αναδείκνυαν και προωθούσαν ένα εκπαιδευτικό πρότυπο που προέτρεπε τους φοιτητές και μελλοντικούς εργαζόμενους να στραφούν σε μια περισσότερο υπαλληλική επαγγελματική καριέρα, και λιγότερο στην καλλιέργεια των ικανοτήτων που θα επέτρεπαν να ξεκινήσουν την δική τους επιχειρηματική δράση.

1 ekpaideusiepixeirimatikothtaΕίναι δυσάρεστη η επιβεβαίωση πως τα υπάρχοντα προγράμματα απαιτούν άμεσης ποιοτικής αναμόρφωσης πράγμα που εξαρτάται σημαντικά από την οργάνωση ενός ικανού και εξειδικευμένου εκπαιδευτικού προσωπικού, πρόβλημα που δυστυχώς ενισχύεται και από την μη ύπαρξη επίσημων ακαδημαϊκών προγραμμάτων τα οποία θα διασφαλίζουν τον δεσμευτικό ρόλο των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Η ήδη αυτή προβληματική κατάσταση επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο από την απουσία του θεωρητικού υπόβαθρου πάνω στο οποίο θα βασιστεί η ανοικοδόμηση των παιδαγωγικών μέσων και των τεχνικών που θα χρησιμοποιηθούν για την εκπαίδευση στην επιχειρηματικότητα. Συνάμα, ένα μεγάλο «στοίχημα» που πρέπει να κερδηθεί, είναι η ενεργοποίηση αλλά κυρίως η διατήρηση του ενδιαφέροντος της φοιτητικής κοινότητας σε ένα αξιόλογο επίπεδο.  

Παράλληλα, οι ραγδαίες εξελίξεις που έχουν σημειωθεί την τελευταία δεκαετία στον παγκόσμιο τεχνολογικό-οικονομικό τομέα, επεσήμαναν την αυξανόμενη ανάγκη για μια πιο οργανωμένη και ενταγμένη εκπαίδευση από τα Πανεπιστήμια προς αυτή την κατεύθυνση. Πιο συγκεκριμένα, σήμερα, η έρευνα στον κλάδο της εκπαίδευσης στην επιχειρηματικότητα επικεντρώνεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά, στην επίδραση της εκπαίδευσης για την επιχειρηματικότητα (στην ανώτατη εκπαίδευση) στην οικονομία, στις παιδαγωγικές τεχνικές που υιοθετούνται στην διδασκαλία της επιχειρηματικότητας καθώς επίσης και στη χρησιμοποίηση των νέων τεχνολογικών επιτευγμάτων .

Στο σημείο αυτό, είναι σημαντικό να αναφερθεί η κατά τ’ άλλα δυσδιάκριτη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στον σκοπό της εκπαίδευσης στην επιχειρηματικότητα από την εκπαίδευση στην διοίκηση των επιχειρήσεων. Η «γένεση» μιας επιχείρησης είναι εξ ορισμού μια διαφορετική δραστηριότητα από την διοίκησή της.

Συνεπώς, η κατάρτιση στην επιχειρηματικότητα οφείλει να εστιάσει την προσοχή της στην ανάλυση του ζητήματος της δημιουργίας μιας επιχείρησης, υπό την έννοια της ενσωμάτωσης εκπαιδευτικού υλικού που θα ενισχύσει την ανάπτυξη και την διεύρυνση των διαπραγματευτικών, ηγετικών δυνατοτήτων των φοιτητών και την καλλιέργεια της δημιουργικής σκέψης και του καινοτόμου επιχειρηματικού πνεύματος για την δημιουργία νέων προϊόντων και υπηρεσιών. Επίσης, προς την επίτευξη αυτού του σκοπού, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στον ορισμό της «εμπειρικής εκμάθησης», δηλαδή στην πρακτική ανάπτυξη μιας γενικότερης επιχειρηματικής φιλοσοφίας και προσωπικότητας, η οποία θα περιλαμβάνει την εκμάθηση ανάληψης επιχειρηματικού κινδύνου, την κατάλληλη διαχείριση των προκλήσεων σε κάθε επίπεδο ανάπτυξης της επιχείρησης, την διασφάλιση και προστασία της κάθε πρωτοποριακής και καινοτομικής ιδέας κτλ. Οι προαναφερόμενες μεθοδολογίες θα πρέπει να εμπλουτίζονται με real-time ενέργειες, όπως ενίσχυση των φοιτητών για την δημιουργία της δικής τους επιχείρησης, παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών από ενεργούς επιχειρηματίες, προσομοιώσεις επιχειρήσεων, συνεντεύξεις με επιχειρηματίες ή ακόμα και επιμορφωτικά επιχειρηματικά ταξίδια.

Ολοκληρώνοντας το άρθρο, θα πρέπει να επισημανθεί πως η καρποφόρα εκμετάλλευση των πρακτικών αυτών προϋποθέτει την προσαρμογή τους στις εκάστοτε ειδικές θεσμικές, πολιτικές, ιστορικές, δημογραφικές, πολιτιστικές και κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες κάθε χώρας και κάθε εκπαιδευτικού συστήματος.

 

Αΐντα Νίκα, Πρόεδρος του μη κερδοσκοπικού φορέα BUSINESS MENTALITY, Ιδρύτρια της A.I.D.A. Marketing & BusinessDevelopment